Η συμβολή του Γιούνγκ στην ψυχολογία του συνειδητού νου περιλαμβάνεται κατά κύριο λόγο στο έργο του.
Οι Ψυχολογικοί Τύποι
Η προσπάθεια της κατάταξης των ανθρώπων σε τύπους χρονολογείται από πολύ παλιά. Έχουν περάσει σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια από τότε πού ο Έλληνας φυσικός Γαληνός προσπάθησε να διακρίνει τέσσερις βασικές ιδιοσυστασιακές διαφορές στους ανθρώπους και οι περιγραφικοί του όροι (αν και ψυχολογικά αφελείς) – ο αιματώδης, ο φλεγματικός, ο χολερικός, και ο μελαγχολικός- πέρασαν στην καθημερινή ομιλία. Στα πιο κοντινά μας χρόνια έχουν γίνει πολλές προσπάθειες πού, λαβαίνοντας υπόψη τις νεότερες γνώσεις, σκοπεύουν σε μια ακριβέστερη διατύπωση […] Ο Γιούνγκ διακρίνει δυο διαφορετικές στάσεις απέναντι στη ζωή, δυο τρόπους αντίδρασης στις περιστάσεις, τούς τρόπους αυτούς τούς θεωρεί αρκετά καθορισμένους και διαδομένους για να θεωρηθούν σαν τυπικοί.
«Υπάρχει μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων, -λέει- πού τη στιγμή της αντίδρασης σε κάποια δοσμένη περίσταση κάνουν πρώτα λίγο πίσω σαν να έλεγαν ένα σιωπηλό «όχι» και μόνο μετά απ’ αυτό είναι σε θέση ν’ αντιδράσουν· και υπάρχει μια άλλη τάξη ανθρώπων πού στην ίδια κατάσταση αντιδρούν άμεσα, φαινομενικά βέβαιοι πώς η συμπεριφορά τους είναι η σωστή. Μπορούμε, επομένως, να θεωρήσουμε ότι η πρώτη ομάδα χαρακτηρίζεται από μια κάποια αρνητική σχέση προς το αντικείμενο και η δεύτερη από μια θετική… η πρώτη αντιστοιχεί στην εσωστρεφική στάση και η δεύτερη στην εξωστρεφική».
Η εξωστρεφική στάση χαρακτηρίζεται από μια ροή της λίμπιντο προς τα έξω, ένα ενδιαφέρον για τα γεγονότα, τους ανθρώπους και τα πράγματα, μια σχέση μαζί τους και μια εξάρτηση απ’ αυτούς. Όταν κάποιος χαρακτηρίζεται απ’ αυτή τη στάση τότε ο Γιούνγκ τον ονομάζει εξωστρεφικό τύπο. Ο τύπος αυτός κινητοποιείται από εξωτερικούς παράγοντες και επηρεάζεται πολύ από το περιβάλλον. Ο εξωστρεφικός τύπος είναι κοινωνικός και γεμάτος αυτοπεποίθηση όταν βρίσκεται σε άγνωστο περιβάλλον. Διατηρεί συνήθως καλές σχέσεις με τον κόσμο- ακόμα κι όταν διαφωνεί μαζί του βρίσκεται πάντα σε σχέση μ’ αυτόν γιατί αντί ν’ αποσύρεται (όπως έχει την τάση να κάνει ο αντίθετος τύπος) προτιμάει τη λογομαχία και τον τσακωμό, κι άλλες φορές προσπαθεί να τον διαμορφώσει σύμφωνα με το δικό του σχέδιο.
Η εσωστρεφική τάση αντίθετα χαρακτηρίζεται από την απόσυρση. Η λίμπιντο ρέει προς τα μέσα και συγκεντρώνεται σε υποκειμενικούς παράγοντες και την κυριαρχική επιρροή την ασκεί η «εσωτερική αναγκαιότητα». Όταν κάποιο άτομο χαρακτηρίζεται απ’ αυτή την τάση, τότε ο Γιούνγκ μιλάει για «εσωστρεφικό τύπο». Ο τύπος αυτός δεν έχει αυτοπεποίθηση απέναντι στους ανθρώπους και τα πράγματα, είναι κάπως ακοινώνητος και προτιμάει τη σκέψη από τη δράση. Ο κάθε τύπος υποτιμάει τον άλλον, βλέποντας μάλλον τα αρνητικά παρά τα θετικά στοιχεία της αντίθετης στάσης· και το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει αμέτρητες παρεξηγήσεις ακόμα και στο επίπεδο διατύπωσης ανταγωνιστικών φιλοσοφιών, αντιθετικών ψυχολογιών και διαφορετικών αξιών και τρόπων ζωής.
Στη Δύση προτιμούμε την εξωστρεφική στάση και την περιγράφουμε με κολακευτικά λόγια, λέγοντας πώς το άτομο είναι ανοιχτό, κοινωνικό, ισορροπημένο κλπ., ενώ αντίθετα κατηγορούμε τον εσωστρεφικό για εγωκεντρικό, ακόμα και αρρωστημένο. Από την άλλη μεριά, στην Ανατολή, μέχρι τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον, η στάση που κυριαρχούσε ήταν η εσωστρεφική. Η διαφορά αυτή μπορεί να μας εξηγήσει την υλική και τεχνική ανάπτυξη τού Δυτικού Ημισφαιρίου, σε αντίθεση με την υλική φτώχεια, αλλά τη μεγαλύτερη πνευματική ανάπτυξη της Ανατολής.
Στους Ψυχολογικούς Τύπους ο Γιούνγκ περιγράφει την ιστορική επίδραση των δύο τύπων πάνω στη διατύπωση της φιλοσοφίας και την ανάπτυξη της θρησκείας. Πάνω στο θέμα αυτό η διαφορά ανάμεσα στις «ψυχολογικές σχολές» και ιδιαίτερα ανάμεσα στον Φρόιντ, τον Άντλερ και τον ίδιο προκύπτει απ’ αυτή τη διαφορά στη στάση.
Η φροϋδική στάση είναι εξωστρεφική γιατί τοποθετεί τον καθορισμό του χαρακτήρα στον εξωτερικό κόσμο και τα γεγονότα. Η Αντλεριανή είναι εσωστρεφική γιατί τονίζει τη σημασία της εσωτερικής στάσης, την «επιθυμία για εξουσία». Η Γιουνγκιανή στάση μπορεί κι αυτή να θεωρηθεί εσωστρεφική, δεδομένου ότι οι παράγοντες πού ενδιαφέρουν περισσότερο το Γιούνγκ ανήκουν στον εσωτερικό κόσμο και ιδιαίτερα στο «συλλογικό ασυνείδητο».
Στην προσπάθειά του να διαιρέσει τούς ανθρώπους σε χαρακτηριστικούς τύπους, ο Γιούνγκ εξετάζει βασικά την ψυχολογία τού συνειδητού. Όταν ένα άτομο περιγράφεται σαν εξωστρεφικό ή εσωστρεφικό αυτό σημαίνει πώς η συνηθισμένη του συνειδητή στάση είναι η μια ή η άλλη. Μια ισορροπημένη στάση θα πρέπει να περιέχει σε ίσα μέρη και εξωστρεφικότητα και εσωστρεφικότητα, πολύ συχνά όμως συμβαίνει η μια στάση να έχει αναπτυχθεί ενώ η άλλη παραμένει ασυνείδητη. Κανείς ωστόσο δε ζει αποκλειστικά και μόνο με τη μια στάση – εκδηλώνει την άλλη στάση ασυνείδητα, αλλά με λιγότερο έντονο τρόπο.
Έτσι ο άνθρωπος πού συχνά είναι μάλλον ήσυχος και αποτραβηγμένος, δηλαδή εσωστρεφικός μπορεί να δείξει μεγάλο ενθουσιασμό και δραστηριότητα για κάτι πού τον ενδιαφέρει πραγματικά, αλλά και πάλι δε θα έχει με το περιβάλλον του την ίδια καλή σχέση όσο κι ένας εξωστρεφικός. Μπορεί να τον δείτε να φλυαρεί με τις ώρες για σπάνια πουλιά σε κάποιον πού δεν έχει το παραμικρό ενδιαφέρον γι αυτά ή να δείχνει μια συλλογή από παλιά χειρόγραφα στο βαριεστημένο επισκέπτη του πού αναρωτιέται τι βρίσκει σ’ αυτά τα σκουπίδια.
Η διαφοροποίηση της στάσης συχνά φαίνεται ν’ αρχίζει πολύ νωρίς στην πραγματικότητα υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε πώς μπορεί να είναι έμφυτη. Στην ίδια οικογένεια μπορεί να συναντήσουμε και εξωστρεφικά και εσωστρεφικά παιδιά, πράγμα πού μερικές φορές είναι ατυχία για τον τελευταίο τύπο πού επισκιάζεται από τα πιο κοινωνικά αδέρφια του.
«Το πιο πρώιμο δείγμα της εξωστρέφειας για ένα παιδί είναι η γρήγορη προσαρμογή του στο περιβάλλον και η υπερβολική προσοχή που δείχνει για τα αντικείμενα και ειδικότερα την επίδρασή τους πάνω» του. Ο φόβος του απέναντι στα αντικείμενα είναι πολύ μικρός. Κινείται και ζει ανάμεσά τους με εμπιστοσύνη. Αντιλαμβάνεται γρήγορα, αλλά μ’ ένα τρόπο κάπως τυχαίο κι ανοργάνωτο. Φαίνεται να αναπτύσσεται γρηγορότερα από το εσωστρεφικό παιδί γιατί είναι λιγότερο επιφυλακτικό και κατά κανόνα δε φοβάται. Φαίνεται, επίσης, ότι δε νιώθει κανένα φράγμα ανάμεσα στον εαυτό του και τα αντικείμενα κι έτσι μπορεί να παίζει ελεύθερα και να μαθαίνει απ’ αυτά. Οι απόπειρές του εύκολα φτάνουν στα άκρα και ρισκάρει για να μάθει. Το άγνωστο τον τραβάει και τον γοητεύει».
Αυτός είναι ο τύπος του παιδιού πού προτιμούν και οι γονείς και οι δάσκαλοι. Όταν μιλούν γι’ αυτό το θεωρούν «καλά προσαρμοσμένο» και συχνά το θεωρούν «εξυπνότερο» απ’ όσο είναι επειδή έχει αναπτυχθεί πιο γρήγορα και επειδή έχει την ικανότητα να δημιουργεί καλή εντύπωση.
Το εσωστρεφικό παιδί είναι ντροπαλό και διστακτικό. Αποστρέφεται τις νέες καταστάσεις και πλησιάζει συχνά τα νέα αντικείμενα με προφύλαξη ή και φόβο. Προτιμάει να παίζει μόνο του και να έχει ένα φίλο παρά πολλούς. Εξαιτίας της γενικής προτίμησης για την εξωστρέφεια, το εσωστρεφικό παιδί συχνά κάνει τούς γονείς του ν’ ανησυχούν, στην πραγματικότητα, όμως, είναι εξίσου «φυσιολογικό» και έξυπνο όσο και οι άλλοι τύποι παιδιών. Το εσωστρεφικό παιδί είναι ευαίσθητο και στοχαστικό και συχνά έχει πλούσια φαντασία. Αυτό πού τού χρειάζεται είναι καιρός για ν’ αναπτύξει τα λιγότερο φανερά χαρίσματά του και να μάθει να νιώθει άνετα μέσα στον κόσμο.
Ο εξωστρεφικός ενήλικος είναι κοινωνικός. Ανοίγεται προς τούς άλλους και ενδιαφέρεται για τα πάντα. Τού αρέσουν οι οργανώσεις, οι ομάδες, οι συγκεντρώσεις και τα πάρτι. Συνήθως, είναι πολύ ενεργητικός και πρόθυμος να βοηθήσει. Είναι ο τύπος πού εξασφαλίζει τη λειτουργία της επιχειρησιακής και κοινωνικής ζωής μας. Οι εξωστρεφείς διανοούμενοι έχουν κι αυτοί παρόμοιες ικανότητες και δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους όταν δουλεύουν μαζί με άλλους, όταν διδάσκουν ή μεταβιβάζουν με κάποιο τρόπο τη γνώση τους. Οι καλύτερες σχέσεις με τον κόσμο τούς βοηθούν να κάνουν αυτό το έργο πολύ αποτελεσματικό.
Οι εξωστρεφικοί έχουν την τάση να είναι αισιόδοξοι και ενθουσιώδεις, παρότι ο ενθουσιασμός τους δεν κρατάει και πάρα πολύ. Δεν τούς αρέσει να είναι μόνοι και την πολλή σκέψη τη θεωρούν αρρωστημένη – αυτό το πράγμα, μαζί με την έλλειψη αυτοκριτικής πού έχουν, τούς κάνει πιο γοητευτικούς στον εξωτερικό κόσμο απ’ ότι στην οικογένειά τους ή το στενό τους κύκλο, πού μπορεί να τούς δει χωρίς μεταμφιέσεις. Δεδομένου ότι είναι καλά προσαρμοσμένοι στην κοινωνία, συνήθως ασπάζονται την ηθική και τις πεποιθήσεις πού επικρατούν και η κρίση τους είναι κάπως συμβατική. Είναι ωστόσο πολύ χρήσιμοι άνθρωποι και εντελώς απαραίτητοι σ’ οποιοδήποτε είδος συλλογικής ζωής.
Οι εσωστρεφικοί ενήλικοι, αντίθετα, απεχθάνονται τις κοινωνικές σχέσεις και νιώθουν μόνοι και χαμένοι στις μεγάλες συγκεντρώσεις. Είναι ευαίσθητοι και φοβούνται τη γελοιοποίηση, συχνά, όμως, είναι ανίκανοι να μάθουν πώς να φέρονται στις κοινωνικές καταστάσεις: είναι αδέξιοι και ή δεν ξέρουν να κρατάνε τη γλώσσα τους ή είναι υπερβολικά επιφυλακτικοί και γελοία υπέρ ευγενικοί. Έχουν την τάση να είναι υπερευσυνείδητοι, απαισιόδοξοι και κριτικοί και κρατούν, συνήθως, τα καλύτερα προτερήματά τους ανέκφραστα έτσι πού φυσικά παραγνωρίζονται εύκολα από τούς άλλους.
Επειδή ακριβώς χρειάζεται να νιώσουν σε συμπαθητικό περιβάλλον για να δείξουν τα χαρίσματά τους, γι’ αυτό μένουν παραμελημένοι κι έχουν λιγότερη επιτυχία απ’ τούς εξωστρεφικούς συναδέρφους τους. Παρόλα αυτά όμως, καθώς δεν ξοδεύουν την ενεργητικότητά τους, προσπαθώντας να εντυπωσιάσουν τούς άλλους, ή δεν την εξανεμίζουν σε κοινωνικές συγκεντρώσεις, συχνά, έχουν ασυνήθιστες γνώσεις ή έχουν αναπτύξει κάποιο ταλέντο πάνω απ’ τα κοινά μέτρα.
Ο εσωστρεφικός χαραχτήρας δείχνει τον καλύτερο εαυτό του όταν είναι μόνος του ή σε μια μικρή και φιλική ομάδα. Προτιμάει τις δικές του σκέψεις απ’ τις συζητήσεις, προτιμάει τα βιβλία και τις ήσυχες δραστηριότητες απ’ το θόρυβο και την έντονη ενεργητικότητα. Η δική του προσωπική κρίση είναι γι’ αυτόν πιο σημαντική απ’ τη γενικά παραδεγμένη γνώμη – ο εσωστρεφικός θα αδιαφορήσει για το βιβλίο με τη μεγάλη κυκλοφορία και θα υποτιμήσει οτιδήποτε υποστηρίζεται γενικά. Αυτή η ανεξαρτησία της κρίσης και η έλλειψη συμβατικότητας μπορεί να είναι πολύτιμες αν γίνουν σωστά κατανοητές και χρησιμοποιηθούν. […]
Δυστυχώς οι δυο τύποι παραγνωρίζουν ο ένας τον άλλον κι έχουν την τάση να βλέπουν μόνο τις αδυναμίες του άλλου. Έτσι για τον εξωστρεφικό ο εσωστρεφικός είναι εγωιστής και βαρετός, ενώ ο εσωστρεφικός θεωρεί τον εξωστρεφικό επιπόλαιο και ανειλικρινή. […]
Μερικές φορές η ανοχή και μια προσπάθεια αναγνώρισης των αξιών τού άλλου, μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα, προσωρινά τουλάχιστον, συχνά όμως τα πράγματα καταλήγουν σ’ ένα βίαιο και φαρμακερό πόλεμο, ακόμα και αν, όπως παρατηρεί ο Γιούνγκ, τον διεξάγουν στο επίπεδο της πιο στενής οικειότητας. Η πραγματική λύση του προβλήματος βρίσκεται στην ευρύτερη και βαθύτερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός πού, σε πολλές περιπτώσεις, δε μπορεί να γίνει παρά με ψυχολογική βοήθεια.
Με τη διάκριση αυτή ανάμεσα στον εξωστρεφικό και εσωστρεφικό χαραχτήρα δεν καλύπτουμε όλες τις διαφορές προσωπικότητας πού μπορούν να παρατηρηθούν. Ο εσωστρεφικός αποτραβιέται και διστάζει μ’ ένα δικό του τρόπο πού δεν μοιάζει απαραίτητα μ’ αυτόν τού κάθε εσωστρεφικού. Ο εξωστρεφικός δημιουργεί τη σχέση του με τον κόσμο μέσα από τη νόησή του, τα συναισθήματα, τις αισθητικές του αντιλήψεις και τις διαισθήσεις του. Ο καθένας, στην υπαρξιακή του πάλη χρησιμοποιεί ενστικτωδώς αυτό πού ο Γιούνγκ ονομάζει την «πιο εξελιγμένη λειτουργία του».
Τέσσερις είναι οι λειτουργίες, πιστεύει ο Γιούνγκ, που χρησιμοποιούμε για να προσανατολιστούμε μέσα στον κόσμο (αλλά και στον εσωτερικό μας κόσμο):
- Αίσθηση, δηλαδή αντίληψη μέσω των αισθήσεων.
- Σκέψη, πού δίνει νόημα και κατανόηση.
- Συναίσθημα, πού μετράει και αξιολογεί.
- Διαίσθηση, πού μας ειδοποιεί για τις μελλοντικές δυνατότητες και μας πληροφορεί για την ατμόσφαιρα πού περιβάλλει κάθε εμπειρία.
Όταν μια αντίδραση γίνεται συνηθισμένη μπορούμε να μιλήσουμε για τύπο. Παραδείγματος χάρη υπάρχουν άνθρωποι πού ολοφάνερα σκέφτονται περισσότερο από άλλους, πού χρησιμοποιούν τη σκέψη τους για να πάρουν αποφάσεις, πού τούς αρέσει να γυρίζουν τα πράγματα μέσα στο μυαλό τους και πού θεωρούν τη σκέψη σαν τη σημαντικότερη ιδιότητα τού ανθρώπου. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να είναι είτε εξωστρεφικοί είτε εσωστρεφικοί και αυτό θα επηρεάσει τον τρόπο και το υλικό της σκέψης τους. Η κατεύθυνση της σκέψης του εξωστρεφικού στοχαστή είναι προς τον εξωτερικό κόσμο. […]
Τα πλεονεκτήματα της εξωστρεφικής σκέψης -ιδιαίτερα ότι είναι «προσγειωμένη», ότι συγκεντρώνεται στα αντικείμενα και ότι απαιτεί μια πειθαρχία- είναι ταυτόχρονα και τα όριά της. Δένεται εύκολα από τα γεγονότα. Δε μπορεί να δει πέρα απ’ αυτά ή ν’ απελευθερωθεί για να σχηματίσει μια αφηρημένη ιδέα. Φορτώνεται ένα σωρό αναφομοίωτα υλικά και προσπαθεί να ξεφύγει απ’ το δίλημμα αυτό με τεχνητές απλοποιήσεις – επινοώντας φόρμουλες και ιδέες πού φαίνονται να δίνουν συνοχή σε πράγματα ασύνδετα στην πραγματικότητα.
Ένας δημιουργικός στοχαστής, σαν τον Κάρολο Δαρβίνο, πού αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα του εξωστρεφικού στοχαστή, μπορούσε να βάλει τάξη και να δώσει νόημα, στο πλήθος των δεδομένων πού μάζευε, αλλά εκτός πού λείπει η δημιουργική ιδέα, ο στοχαστής την αναπληρώνει παράγοντας όλο και περισσότερα δεδομένα, μέχρι πού συσσωρεύεται πια ένα βουνό υλικών με συχνά αμφίβολη αξία.
Όταν τη ζωή ενός ατόμου την κυβερνά κυρίως η σκέψη και όταν πράξεις του είναι συνήθως το αποτέλεσμα ενός μελετημένου κινήτρου, τότε μπορούμε σωστά να τον ονομάσουμε σκεπτόμενο τύπο. Τον καθαρό σκεπτόμενο τύπο τον συναντάμε συχνότερα στους άντρες παρά στις γυναίκες, πού η σκέψη τους έχει συνήθως μια διαισθητική φύση. Ο τύπος αυτός «μελετά τα πράγματα» και φθάνει σε συμπεράσματα με βάση αντικειμενικές πληροφορίες πού τις ονομάζει «τα δεδομένα της πραγματικότητας» αγαπάει τη λογική και την τάξη και του αρέσει να επινοεί σαφείς φόρμουλες για να εκφράσει τις απόψεις του. Θεμελιώνει τη ζωή του πάνω σε αρχές και θα ήθελε και οι άλλοι να κάνουν το ίδιο. Όποτε είναι δυνατό περιλαμβάνει και την οικογένειά του, τους φίλους και τους συναδέρφους του στη δουλειά στο «σχήμα ζωής του» και έχει μια έντονη τάση να πιστεύει ότι η δική του φόρμουλα αντιπροσωπεύει την απόλυτη αλήθεια κι επομένως είναι ηθικό καθήκον του να την επιβάλει στους άλλους. Αυτό μπορεί να τον οδηγήσει σε αμφίβολες καταστάσεις εάν συμπεράνει πώς «ο σκοπός εξαγιάζει τα μέσα».
Πιστεύει πώς είναι λογικός και σωστός μα στην πραγματικότητα απωθεί ό,τι δεν ταιριάζει στο σχήμα του ή αρνείται να το αναγνωρίσει. Απεχθάνεται και φοβάται συνάμα το παράλογο, απωθεί τη συγκίνηση και το συναίσθημα κι έχει την τάση να είναι ψυχρός και να μη δείχνει κατανόηση στην ανθρώπινη αδυναμία. Παραμελεί την τέχνη της φιλίας και των σχέσεων με τούς άλλους και συχνά είναι ο τύραννος της οικογένειας. Μπορεί να θυσιάσει τούς φίλους του και την οικογένειά του στις αρχές του, χωρίς να συνειδητοποιεί καν ότι κάνει κάτι τέτοιο· όλα γίνονται για το καλό τους. Αυτός ο τύπος του ανθρώπου είναι συνήθως άτυχος στον έρωτα δεδομένου ότι τα καταπιεσμένα του συναισθήματα πολλές φορές ξεσπάνε με μια βιαιότητα έξω από τον έλεγχό του, ή ότι συνδέεται με αταίριαστες γυναίκες. Επιπλέον, υποφέρει από παράλογες αλλαγές διάθεσης, τις όποιες και δεν παραδέχεται, και από αμφιβολίες για τα πιστεύω του, πού τις καταπνίγει με φανατισμό. Συχνά έχει μια ισχυρή αίσθηση τού καθήκοντος και η βιοθεωρία του μπορεί να περιέχει πολλά στοιχεία αρκετά ακόμα και υψηλοφροσύνης, αλλά ο τρόπος πού θα τα εφαρμόσει πραχτικά θα είναι χωρίς ζεστασιά, ανεκτικότητα κι όλες αυτές τις ανθρώπινες ιδιότητες πού δε χωράνε μέσα σε σχήματα και φόρμουλες.
Η σκέψη του, ωστόσο, είναι θετική – παράγει κάτι είτε νέα δεδομένα είτε νέες αντιλήψεις.
«Ακόμα κι όταν αναλύει, δημιουργεί γιατί προχωρεί πάντα πέρα απ’ την ανάλυση σ’ ένα νέο συνδυασμό… Είναι πάντως χαρακτηριστικό πώς ποτέ δεν είναι απόλυτα αρνητικός ή καταστροφικός, αλλά πάντοτε αντικαθιστά την αξία πού κατέρριψε με μια καινούργια. Το προτέρημα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σκέψη είναι το βασικό κανάλι μέσα στο όποιο ρέει η ενέργεια του σκεπτόμενου τύπου».
Σε αντίθεση με τον εξωστρεφικό, ο εσωστρεφικός σκεπτόμενος τύπος δεν ενδιαφέρεται για τα δεδομένα, αλλά για τις ιδέες. Η κυριότερη αξία αυτού τού τρόπου σκέψης βρίσκεται στις νέες απόψεις πού παρουσιάζει.
Ο Γιούνγκ λέει για την εσωστρεφική σκέψη:
«Τα εξωτερικά γεγονότα δεν είναι ο στόχος και η πηγή αυτής της σκέψης, παρόλο βέβαια πού ο εσωστρεφικός θα ήθελε συχνά να το παρουσιάσει έτσι… Είναι ο τρόπος της σκέψης πού διατυπώνει ερωτήματα και δημιουργεί θεωρίες- ανοίγει προοπτικές και νέους δρόμους στην αντίληψη, αλλά μπροστά στα γεγονότα δείχνει μια επιφυλακτική στάση. Έχουν την αξία τους σαν παραδείγματα, αλλά δεν πρέπει να κυριαρχούν. Τα γεγονότα συλλέγονται σαν αποδείξεις ή παραδείγματα, αλλά ποτέ για την ίδια τους την αξία. Η πραγματική δημιουργική δύναμη αυτής της σκέψης αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μπορεί να δημιουργήσει την ιδέα πού ακόμα κι αν δεν βρίσκεται μέσα στα εξωτερικά γεγονότα, είναι παρόλα αυτά, η πιο ταιριαστή αφηρημένη τους έκφραση».
Ο εσωστρεφικός σκεπτόμενος τύπος ενδιαφέρεται για την εσωτερική πραγματικότητα και όχι για την εξωτερική. Το σημαντικό γι’ αυτόν είναι η ανάπτυξη και η παρουσίαση της «αρχέγονης εικόνας» και η διαμόρφωσή της σε μια ιδέα. Η διαδικασία αυτή είναι μια εσωτερική ανάγκη. Έχει, συχνά, τη συγκεχυμένη εντύπωση πώς ή Ιδέα αυτή μπορεί, να είναι χρήσιμη στον κόσμο, μερικές φορές μάλιστα σχηματίζει την πεποίθηση ότι ο κόσμος θα στηνόταν αν την ήξερε, οι σκέψεις, όμως, αυτές είναι δευτερεύουσες και δεν έχουν ζωτική σημασία γι’ αυτόν.
Ο εσωστρεφικός στοχαστής είναι συνήθως πολύ περίεργος τύπος. Επειδή το κέντρο του είναι οι εσωτερικές πραγματικότητες, δίνει πολύ λίγη ή και καθόλου προσοχή στη σχέση του με τον κόσμο. Δεν παίρνει είδηση το τι γίνεται γύρω του και δεν καταλαβαίνει πώς σκέπτονται ή αισθάνονται οι άλλοι άνθρωποι. Όταν βρίσκεται μαζί με άλλο κόσμο είτε είναι ντροπαλός και σιωπηλός είτε κάνει κάποια άστοχη παρατήρηση. Ο αφηρημένος κ. καθηγητής είναι τυπικό παράδειγμα του εσωστρεφικού στοχαστή. Μια διασκεδαστική ιστορία για το φιλόσοφο Σοπενχάουερ δείχνει πολύ καλά τα χαρακτηριστικά αυτά: λέγεται πώς μια μέρα στεκόταν σ’ ένα δημόσιο πάρκο στη μέση ενός παρτεριού με λουλούδια, απορροφημένος απ’ τις σκέψεις του κι όταν ένας κηπουρός του φώναζε ρωτώντας τον τι κάνει εκεί και ποιος νομίζει πώς είναι, ο Σοπενχάουερ απάντησε: «Α! αν ήξερα την απάντηση σ’ αυτό!».
Το αδύνατο σημείο και των δυο σκεπτόμενων τύπων είναι η παραμελημένη και υποανάπτυκτη «συναισθηματική λειτουργία τους». Για να καταλάβουμε το τι ακριβώς εννοεί ο Γιουνγκ πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στις διάφορες έννοιες του αισθάνομαι. Όταν αισθάνομαι ζέστη ή κρύο έχω μια αισθητική εντύπωση. Όταν αισθάνομαι ότι κάτι θα συμβεί ή ότι κάποιος με απειλεί (ή οποιαδήποτε τέτοια εμπειρία) πρόκειται για ένα «προαίσθημα» ή μια διαίσθηση. Όταν, όμως, λέει κανείς «αισθάνομαι λυπημένος» ή «αισθάνομαι πώς αυτό είναι κακό» ή «κουτό» τότε κάνει την αξιολόγηση μιας συγκινησιακής εμπειρίας. Μ’ αυτή την έννοια χρησιμοποιεί τη λέξη συναίσθημα ο Γιούνγκ όταν μιλάει για «συναισθηματική λειτουργία».
«Όταν σκεφτόμαστε, το κάμουμε για να κρίνουμε ή να καταλήξουμε σ’ ένα συμπέρασμα κι όταν αισθανόμαστε το κάνουμε για να δώσουμε τη σωστή του αξία σε κάτι».
Το συναίσθημα συχνά συγχέεται με τη συγκίνηση. Η αλήθεια είναι πώς κι ο ίδιος ο Γιούνγκ, μερικές φορές, μιλά και για τα δυο μαζί σχεδόν σαν να ήταν το ίδιο πράγμα, αλλά όταν θέλει να ξεκαθαρίσει λέει σαφώς πώς οποιαδήποτε λειτουργία μπορεί να οδηγήσει στη συγκίνησή, και ότι η ίδια η συγκίνηση δεν είναι η λειτουργία. Ούτε είναι το συναίσθημα ένα είδος συγκεχυμένης σκέψης, όπως έχει την τάση να πιστεύει ο σκεπτόμενος τύπος. Είναι ή λειτουργία μέσω τής οποίας ζυγίζουμε, και δεχόμαστε ή αρνιόμαστε τις αξίες.
Ο Γιούνγκ μιλάει και για «συναισθηματικές κρίσεις» και για «συναισθηματικές καταστάσεις». Το βασίλειο του συναισθήματος περιέχει και τα δύο, αλλά στη δεύτερη περίπτωση βρισκόμαστε πιο κοντά στη συγκίνηση, παρόλο βέβαια πού υπάρχει κι εδώ ένα στοιχείο αξιολόγησης. Σε μια «συναισθηματική κατάσταση» αξιολογεί κανείς, δηλαδή κρίνει την ατμόσφαιρα και φέρεται ανάλογα. Οι γυναίκες λειτουργούν πολύ συχνά έτσι, αλλά υπάρχουν και άντρες πού ανήκουν στο συναισθηματικό τύπο. Λειτουργούν καλύτερα σε καταστάσεις όπου οι προσωπικές σχέσεις είναι σημαντικές. Όλοι όσοι παίζουν το ρόλο του ενδιάμεσου, από το διπλωμάτη ως τον έμπορο, πρέπει να έχουν πολύ ανεπτυγμένο συναίσθημα.
Το συναίσθημα και η σκέψη είναι εχθρικά το ένα προς το άλλο. «Στην επιστήμη, όπου η σκέψη είναι η κυρία λειτουργία… ακόμα και το πιο ασήμαντο μικρόβιο πρέπει να εξεταστεί με την ίδια προσοχή όπως ο ήλιος». Το συναίσθημα, όμως, το αποδοκιμάζει αυτό και επιμένει να αναγνωριστεί η διαφορά των αξιών τους. […]
Πηγές:
Φρίντα Φόρνταμ, Τι είπε πραγματικά ο Γιουνγκ
(Εκδόσεις Γλάρος, 1981, σελ. 26 – 44)
http://axia-logou.blogspot.com/2015/05/blog-post_16.html