To καθημερινό στρες το οποίο είναι αποτέλεσμα του πιεστικού και ανταγωνιστικού περιβάλλοντος που ζούμε, η ζοφερή οικονομική κατάσταση, η ανασφάλεια και η απομόνωση στις μέρες μας είναι οι κυριότερες αιτίες που δοκιμάζουν την ανθεκτικότητας μας.
Οι αντοχές μας εξαντλούνται μέσα από την προσπάθεια μας να καταλάβουμε τις επιπτώσεις και τις αλλαγές που παρατηρούμε στον οργανισμό μας. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει μια νέα έρευνα.
Για τις ψυχολογικές αντιδράσεις που εμφανίζουν τα άτομα όταν βιώνουμε αγχώδεις καταστάσεις και το πόσο δοκιμάζεται η ανθεκτικότητα τους η Λόρι Χάας, καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας επικεφαλής της έρευνας τόνισε:
«Οταν νιώθουμε άγχος, είτε επειδή πρέπει να μιλήσουμε μπροστά σε κόσμο, είτε επειδή πρέπει να πάρουμε χρυσό μετάλλιο, βιώνουμε κάποιες αλλαγές στο σώμα μας». Οι καρδιακοί παλμοί αυξάνονται, η αναπνοή γίνεται πιο ρηχή και τα επίπεδα της αδρεναλίνης και άλλων χημικών του στρες στο αίμα εκτινάσσονται στα ουράνια.
Tα επίπεδα ανθεκτικότητας
Δεν είναι μόνο αρνητικά τα αποτελέσματα που έχει το στρες στη ζωή μας. Ειδικότερα, όταν βιώνουμε το στρες, το σώμα μας αντιδρά σε κινδύνους και ανησυχίες, αλλά οι αντιδράσεις μας πρέπει να έχουν μικρή διάρκεια. Και σε αυτό το σημείο μπαίνει η έννοια της ανθεκτικότητας, η οποία επιστημονικά ορίζεται ως η ικανότητα να επιστρέψουμε γρήγορα στη φυσιολογική μας κατάσταση, τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά, ύστερα από ένα στρεσογόνο γεγονός.
Οι επιστήμονες τον τελευταίο καιρό κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διαφορά στα επίπεδα ανθεκτικότητας οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στο κατά πόσον και με ποιον τρόπο αφουγκραζόμαστε το σώμα μας. Επειτα από πειράματα που έγιναν σε ανθρώπους που ζουν με έντονο στρες, όπως είναι οδηγοί αγώνων σε σχεδόν αχαρτογράφητες περιοχές ή τα μέλη των επίλεκτων ομάδων των ενόπλων δυνάμεων, διαπιστώθηκε ότι ένιωθαν το στρες αλλά δεν αντιδρούσαν υπερβολικά, και επίσης είχαν μεγάλη σωματική και διανοητική ανθεκτικότητα.
Στη νέα μελέτη, το πόρισμα της οποίας δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Biological Psychology, συμμετείχαν 48 υγιείς ενήλικες που αρχικά αξιολόγησαν την ψυχική και τη σωματική ανθεκτικότητά τους και, με βάση αυτή, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: με υψηλή, μέση ή χαμηλή ανθεκτικότητα.
Στη συνέχεια, τους υπέβαλαν σε μαγνητική τομογραφία ενώ φορούσαν μάσκες και οι ερευνητές τούς διέκοπταν για κάποιο διάστημα την παροχή οξυγόνου. Οπως διαπιστώθηκε, εκείνοι που είχαν χαμηλή ανθεκτικότητα, τις στιγμές που λάμβαναν λίγο αέρα, είχαν πολύ περιορισμένη δραστηριότητα στις περιοχές του εγκεφάλου που διαχειρίζονται τα σήματα από όλο το σώμα. Οταν τελικά η αναπνοή τους γινόταν πραγματικά δύσκολη, αυξανόταν δραματικά η δραστηριότητα των περιοχών του εγκεφάλου που προκαλούν φυσιολογική διέγερση. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι άνθρωποι αυτοί δεν πρόσεχαν τα μηνύματα που τους έστελνε το σώμα τους, καθώς περίμεναν να γίνει δύσκολη η αναπνοή τους και, όταν αυτή η απειλή γινόταν πραγματικότητα, αντιδρούσαν υπερβολικά.